ομοιοπλαστική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ομοιοπλαστική < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική homeoplastic / homoeoplastic / homœoplastic < αρχαία ελληνική ὅμοιος + πλαστικός
Ουσιαστικό επεξεργασία
ομοιοπλαστική θηλυκό
- (ιατρική) πλαστική χειρουργική επέμβαση κατά την οποία χρησιμοποιειοται ομοιομόσχευμα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ομοιοπλαστική