Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ολιγοστοιχείο τα ολιγοστοιχεία
      γενική του ολιγοστοιχείου των ολιγοστοιχείων
    αιτιατική το ολιγοστοιχείο τα ολιγοστοιχεία
     κλητική ολιγοστοιχείο ολιγοστοιχεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ολιγοστοιχείο < ολίγ(ο) + -ο- + στοιχείο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ολιγοστοιχείο ουδέτερο

  • (χημεία) το κάθε χημικό στοιχείο το οποίο βρίσκεται σε ιδιαίτερα μικρή συγκέντρωση σε ένα σύστημα
    ※  Η μελέτη αυτή αναφέρεται στην έρευνα της περιεκτικότητας κατανομής Cο, Ni και Cu στο μετάλλευμα της περιοχής Ερμιονίδος Αργολίδος (τα Co και Ni ως ιχνοστοιχεία του μεταλλεύματος και ο Cu σαν ολιγοστοιχείο μέσα στο σιδηροπυρίτη) (Ευάγγελος Σοβατζόγλου-Σκουνάκης, Στυλιανός Σκουνάκης, Η κατανομή των ιχνοστοιχείων Co και Ni εις το μετάλλευμα χαλκούχου σιδηροπυρίτου της περιοχής Ερμιονίδος Αργολίδος, 1975 [1])

  Μεταφράσεις επεξεργασία