ολιγοσπερμία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ολιγοσπερμία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ολιγοσπερμία θηλυκό
- κατάσταση κατά την οποία ο αριθμός σπερματοζωαρίων στο σπέρμα είναι μικρότερος από τον φυσιολογικό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ολιγοσπερμία