οινοπνευματομετρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οινοπνευματομετρία < οινοπνεύματ(ος) + -ο- + -μετρία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοινοπνευματομετρία θηλυκό
- (χημεία) η μέτρηση, με ειδικό όργανο, του περιεχόμενου οινοπνεύματος σε αλκοολούχα διαλύματα (όπως ποτά)
Συνώνυμα
επεξεργασία- αλκοολομετρία
- οινομετρία (σπάνιο)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη οινοπνευματομέτρηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία οινοπνευματομετρία