οινοκαλλιέργεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οινοκαλλιέργεια < οίνος + -ο- + καλλιέργεια
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοινοκαλλιέργεια θηλυκό
- (λόγιο) η αμπελουργία
- ※ Έτσι οι παραγωγοί αναγκάζονται να πουλούν το κρασί τους σε χαμηλές τιμές, που πολλές φορές ίσα που καλύπτουν τα έξοδα οινοκαλλιέργειας και συγκομιδής, μη έχοντας τελικά σημαντική διαπραγματευτική δύναμη. (Σεχρεμέλη Παναγιώτα, Ανάλυση του κλάδου της οινοποιίας στην Ελλάδα, Πειραιάς 2018, σελ. 51)
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αμπελουργία
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οινοκαλλιέργεια
|