Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οινοποιία οι οινοποιίες
      γενική της οινοποιίας
    αιτιατική την οινοποιία τις οινοποιίες
     κλητική οινοποιία οινοποιίες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οινοποιία < (ελληνιστική κοινή) οἰνοποιία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οινοποιία θηλυκό

  1. η παραγωγή οίνου, κρασιού
  2. η βιοτεχνία, ή βιομηχανία (εργοστάσιο) παραγωγής και εμφιάλωσης κρασιού

Σημειώσεις επεξεργασία

  • γενικά η οινοποιία ανάλογα με το είδος του οίνου που παράγει διακρίνεται σε "λευκή", "ροζέ" και "ερυθρά"

  Μεταφράσεις επεξεργασία