Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οδυνοφαγία οι οδυνοφαγίες
      γενική της οδυνοφαγίας των οδυνοφαγιών
    αιτιατική την οδυνοφαγία τις οδυνοφαγίες
     κλητική οδυνοφαγία οδυνοφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οδυνοφαγία < οδύν(η) + -ο- + -φαγία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οδυνοφαγία θηλυκό

  • η αίσθηση πόνου κατά την κατάποση
    Τα τυπικά συμπτώματά της είναι οι καούρες (αίσθημα καύσου), οι «ξινίλες» (όξινες ερυγές) και ο πόνος κατά την κατάποση (οδυνοφαγία). ([1], Τα Νέα, 3 Νοεμβρίου 2007)

  Μεταφράσεις επεξεργασία