Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οδοστρωσία οι οδοστρωσίες
      γενική της οδοστρωσίας των οδοστρωσιών
    αιτιατική την οδοστρωσία τις οδοστρωσίες
     κλητική οδοστρωσία οδοστρωσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οδοστρωσία < (ελληνιστική κοινήὁδοστρωσία < (ελληνιστική κοινήὁδός + στρώννυμι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οδοστρωσία θηλυκό

  • η κατασκευή οδοστρώματος
    Οι υπολειπόμενες εργασίες του έργου, για την ολοκλήρωση των οποίων δόθηκε παράταση προθεσμίας 18 μηνών, αφορούν χωματουργικές και τεχνικές εργασίες επί του αυτοκινητόδρομου ΠΑΘΕ στο δίκτυο των παράπλευρων οδών και σε ορισμένους κόμβους, οδοστρωσία, ασφαλτικά, εργασίες σήμανσης και ασφάλειας, ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις και έργα πρασίνου. (*)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία