Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ογδοηκοστό τα ογδοηκοστά
      γενική του ογδοηκοστού των ογδοηκοστών
    αιτιατική το ογδοηκοστό τα ογδοηκοστά
     κλητική ογδοηκοστό ογδοηκοστά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ογδοηκοστό < από το ουδέτερο του τακτικού αριθμητικού ογδοηκοστός (< ογδόντα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ογδοηκοστό ουδέτερο

  • το καθένα από τα ογδόντα ίσα μέρη μιας ποσότητας
τα δύο ογδοηκοστά του 160 ισούνται με το 4 (2/80 * 160 = 4)

  Μεταφράσεις επεξεργασία


  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ογδοηκοστό