↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ογδοηκονθήμερος η ογδοηκονθήμερη το ογδοηκονθήμερο
      γενική του ογδοηκονθήμερου της ογδοηκονθήμερης του ογδοηκονθήμερου
    αιτιατική τον ογδοηκονθήμερο την ογδοηκονθήμερη το ογδοηκονθήμερο
     κλητική ογδοηκονθήμερε ογδοηκονθήμερη ογδοηκονθήμερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ογδοηκονθήμεροι οι ογδοηκονθήμερες τα ογδοηκονθήμερα
      γενική των ογδοηκονθήμερων των ογδοηκονθήμερων των ογδοηκονθήμερων
    αιτιατική τους ογδοηκονθήμερους τις ογδοηκονθήμερες τα ογδοηκονθήμερα
     κλητική ογδοηκονθήμεροι ογδοηκονθήμερες ογδοηκονθήμερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ογδοηκονθήμερος < ογδόντα +ημέρα

  Επίθετο

επεξεργασία

ογδοηκονθήμερος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία