ξυσούρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξυσούρα | οι | ξυσούρες |
γενική | της | ξυσούρας | — | |
αιτιατική | την | ξυσούρα | τις | ξυσούρες |
κλητική | ξυσούρα | ξυσούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξυσούρα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) η φαγούρα, ο κνησμός