ξυσιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξυσιά | οι | ξυσιές |
γενική | της | ξυσιάς | των | ξυσιών |
αιτιατική | την | ξυσιά | τις | ξυσιές |
κλητική | ξυσιά | ξυσιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξυσιά θηλυκό
- (λαϊκότροπο) το αποτέλεσμα του ξύνω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξυσιά
|