ξυπνοπούλι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξυπνοπούλι | τα | ξυπνοπούλια |
γενική | του | ξυπνοπουλιού | των | ξυπνοπουλιών |
αιτιατική | το | ξυπνοπούλι | τα | ξυπνοπούλια |
κλητική | ξυπνοπούλι | ξυπνοπούλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξυπνοπούλι < εξυπνοπούλι < έξυπν(α) + -ο- + -πούλι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ksi.pnoˈpu.li/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξυπνοπούλι ουδέτερο
- (οικείο) άλλη μορφή του εξυπνοπούλι
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξυπνοπούλι
|