Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξυλάλευρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ξυλάλευρ
ο
τα
ξυλάλευρ
α
γενική
του
ξυλάλευρ
ου
των
ξυλάλευρ
ων
αιτιατική
το
ξυλάλευρ
ο
τα
ξυλάλευρ
α
κλητική
ξυλάλευρ
ο
ξυλάλευρ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξυλάλευρο
<
μεταφραστικό δάνειο
από
τη γαλλική
farine de bois
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ξυλάλευρο
ουδέτερο
πολύ λεπτή
σκόνη
που παράγεται από τη συντριβή ξύλων. Χρησιμοποιείται στην παραγωγή
χαρτιού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξυλάλευρο
γαλλικά
:
farine de bois
(fr)