ξεστήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ξεστήρας | οι | ξεστήρες |
γενική | του | ξεστήρα | των | ξεστήρων |
αιτιατική | τον | ξεστήρα | τους | ξεστήρες |
κλητική | ξεστήρα | ξεστήρες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξεστήρας < καθαρεύουσα ξεστήρ < μεσαιωνική ελληνική ξεστήρ < ελληνιστική κοινή ξέστης < αρχαία ελληνική μεστός < ξέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξεστήρας αρσενικό
- (λόγιο) άλλη μορφή του ξυστήρι
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεστήρας
|