ξεστήρ
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξεστήρ < αρχαία ελληνική ξέω, ξεσ- + -τήρ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξεστήρ αρσενικό
- ξεστήρας, ξυστήρι
- ※ ἐκ φυσικοῦ ξεστῆρος ἀπεξεσμένη 12ος αιώνας ⌘ (Θεόδωρος Πρόδρομος, Τὰ κατὰ Ῥοδάνθην καὶ Δοσικλέα, Α 57)
Πηγές
επεξεργασία- ξεστήρ - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ξεστήρ - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].