ξεσκάτισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξεσκάτισμα ουδέτερο
- καθαρισμός από κόπρανα
- ※ της εξήγησε ότι τη φροντίδα των γέρων της θα την είχε η ίδια, τάισμα και ξεσκάτισμα (Στο αυτί της αλεπούς, Ευγενία Φακίνου, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2016 [1]</ref>
Ταυτόσημο επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεσκάτισμα
|