Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεσκατίζω < ξε- + σκατά + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

ξεσκατίζω

  1. καθαρίζω ένα άτομο, συνήθως άρρωστο ή μωρό, από τα κόπρανα
  2. (μεταφορικά) καθαρίζω κάπου που υπάρχει υπερβολική βρομιά

Ταυτόσημο επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία


Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία