ξεσκατίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξεσκατίζω
- καθαρίζω ένα άτομο, συνήθως άρρωστο ή μωρό, από τα κόπρανα
- (μεταφορικά) καθαρίζω κάπου που υπάρχει υπερβολική βρομιά
Ταυτόσημο
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεσκατίζω | ξεσκάτιζα | θα ξεσκατίζω | να ξεσκατίζω | ξεσκατίζοντας | |
β' ενικ. | ξεσκατίζεις | ξεσκάτιζες | θα ξεσκατίζεις | να ξεσκατίζεις | ξεσκάτιζε | |
γ' ενικ. | ξεσκατίζει | ξεσκάτιζε | θα ξεσκατίζει | να ξεσκατίζει | ||
α' πληθ. | ξεσκατίζουμε | ξεσκατίζαμε | θα ξεσκατίζουμε | να ξεσκατίζουμε | ||
β' πληθ. | ξεσκατίζετε | ξεσκατίζατε | θα ξεσκατίζετε | να ξεσκατίζετε | ξεσκατίζετε | |
γ' πληθ. | ξεσκατίζουν(ε) | ξεσκάτιζαν ξεσκατίζαν(ε) |
θα ξεσκατίζουν(ε) | να ξεσκατίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεσκάτισα | θα ξεσκατίσω | να ξεσκατίσω | ξεσκατίσει | ||
β' ενικ. | ξεσκάτισες | θα ξεσκατίσεις | να ξεσκατίσεις | ξεσκάτισε | ||
γ' ενικ. | ξεσκάτισε | θα ξεσκατίσει | να ξεσκατίσει | |||
α' πληθ. | ξεσκατίσαμε | θα ξεσκατίσουμε | να ξεσκατίσουμε | |||
β' πληθ. | ξεσκατίσατε | θα ξεσκατίσετε | να ξεσκατίσετε | ξεσκατίστε | ||
γ' πληθ. | ξεσκάτισαν ξεσκατίσαν(ε) |
θα ξεσκατίσουν(ε) | να ξεσκατίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεσκατίσει | είχα ξεσκατίσει | θα έχω ξεσκατίσει | να έχω ξεσκατίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεσκατίσει | είχες ξεσκατίσει | θα έχεις ξεσκατίσει | να έχεις ξεσκατίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεσκατίσει | είχε ξεσκατίσει | θα έχει ξεσκατίσει | να έχει ξεσκατίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεσκατίσει | είχαμε ξεσκατίσει | θα έχουμε ξεσκατίσει | να έχουμε ξεσκατίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεσκατίσει | είχατε ξεσκατίσει | θα έχετε ξεσκατίσει | να έχετε ξεσκατίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεσκατίσει | είχαν ξεσκατίσει | θα έχουν ξεσκατίσει | να έχουν ξεσκατίσει |
|