ξεσκατώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξεσκατώνω
- (λαϊκότροπο) ο καθαρισμός των οπισθίων βρεφών ή ηλικιωμένων που δεν μπορούν να πλυθούν ή να καθαρίσουν τα υπολείμματα των κενώσεών τους μόνοι από την περιοχή του πρωκτού
- (λαϊκότροπο) διορθώνω μια εξαιρετικά δυσάρεστη κατάσταση
- Όπως τα σκάτωσες, τράβα τώρα να τα ξεσκατώσεις