ξαρμύρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαξαρμύρισμα ουδέτερο (πιο συνηθισμένο στον ενικό)
- η διαδικασία κατά την οποία αφαιρείται όλο ή μέρος του αλατιού που είχε ένα τρόφιμο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ξαρμυρίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξαρμύρισμα
|