Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξαρμύρισμα τα ξαρμυρίσματα
      γενική του ξαρμυρίσματος των ξαρμυρισμάτων
    αιτιατική το ξαρμύρισμα τα ξαρμυρίσματα
     κλητική ξαρμύρισμα ξαρμυρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξαρμύρισμα < ξαρμυρίζω + -μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξαρμύρισμα ουδέτερο (πιο συνηθισμένο στον ενικό)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία