ξαρμάτωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξαρμάτωμα < ξαρματώνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξαρμάτωμα ουδέτερο (πιο σύνηθες στον ενικό)
- η αφαίρεση των όπλων, ο αφοπλισμός
- (μεταφορικά) η απόφαση να εγκαταλείψει κάποιος τον αγώνα και να ζήσει ειρηνικά
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξαρμάτωμα