ξαρματώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξαρματώνω < μεσαιωνική ελληνική < ξε και αρχαία ελληνική πολεμικό ἅρμα
Ρήμα
επεξεργασίαξαρματώνω και ξαρματώνομαι
- αφοπλίζω κάποιον (με αντικείμενο) ή αφοπλίζομαι με δική μου βούληση
- Όλους μας έκαμαν άτιμους κι άναντρους και μας ξαρματώνουν με την δύναμή τους και μας κάνουν γυναίκες. Και τις γυναίκες άντρες και φρουρά της Κυβέρνησής μας. Τα σπαθιά των μπακάληδων φυλάνε την Κυβέρνησίν μας, το σπαθί του Νότη Μπότζαρη, του Φωτομάρα, του Κριτζώτη κι αλλουνών πολλών αγωνιστών τα ‘χετε πεταμένα μέσα -εις τα υπόγεια των Βενετζάνων- σπαθιά μας και ντουφέκια μας και πιστιόλες μας. (στρατηγός Μακρυγιάννης)
Συγγενικά
επεξεργασίαΕνεργητικό
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξαρματώνω | ξαρμάτωνα | θα ξαρματώνω | να ξαρματώνω | ξαρματώνοντας | |
β' ενικ. | ξαρματώνεις | ξαρμάτωνες | θα ξαρματώνεις | να ξαρματώνεις | ξαρμάτωνε | |
γ' ενικ. | ξαρματώνει | ξαρμάτωνε | θα ξαρματώνει | να ξαρματώνει | ||
α' πληθ. | ξαρματώνουμε | ξαρματώναμε | θα ξαρματώνουμε | να ξαρματώνουμε | ||
β' πληθ. | ξαρματώνετε | ξαρματώνατε | θα ξαρματώνετε | να ξαρματώνετε | ξαρματώνετε | |
γ' πληθ. | ξαρματώνουν(ε) | ξαρμάτωναν ξαρματώναν(ε) |
θα ξαρματώνουν(ε) | να ξαρματώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξαρμάτωσα | θα ξαρματώσω | να ξαρματώσω | ξαρματώσει | ||
β' ενικ. | ξαρμάτωσες | θα ξαρματώσεις | να ξαρματώσεις | ξαρμάτωσε | ||
γ' ενικ. | ξαρμάτωσε | θα ξαρματώσει | να ξαρματώσει | |||
α' πληθ. | ξαρματώσαμε | θα ξαρματώσουμε | να ξαρματώσουμε | |||
β' πληθ. | ξαρματώσατε | θα ξαρματώσετε | να ξαρματώσετε | ξαρματώστε | ||
γ' πληθ. | ξαρμάτωσαν ξαρματώσαν(ε) |
θα ξαρματώσουν(ε) | να ξαρματώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξαρματώσει | είχα ξαρματώσει | θα έχω ξαρματώσει | να έχω ξαρματώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξαρματώσει | είχες ξαρματώσει | θα έχεις ξαρματώσει | να έχεις ξαρματώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξαρματώσει | είχε ξαρματώσει | θα έχει ξαρματώσει | να έχει ξαρματώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξαρματώσει | είχαμε ξαρματώσει | θα έχουμε ξαρματώσει | να έχουμε ξαρματώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξαρματώσει | είχατε ξαρματώσει | θα έχετε ξαρματώσει | να έχετε ξαρματώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξαρματώσει | είχαν ξαρματώσει | θα έχουν ξαρματώσει | να έχουν ξαρματώσει |
|
Μεσοπαθητικό
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξαρματώνομαι | ξαρματωνόμουν(α) | θα ξαρματώνομαι | να ξαρματώνομαι | ||
β' ενικ. | ξαρματώνεσαι | ξαρματωνόσουν(α) | θα ξαρματώνεσαι | να ξαρματώνεσαι | (ξαρματώνου) | |
γ' ενικ. | ξαρματώνεται | ξαρματωνόταν(ε) | θα ξαρματώνεται | να ξαρματώνεται | ||
α' πληθ. | ξαρματωνόμαστε | ξαρματωνόμαστε ξαρματωνόμασταν |
θα ξαρματωνόμαστε | να ξαρματωνόμαστε | ||
β' πληθ. | ξαρματώνεστε | ξαρματωνόσαστε ξαρματωνόσασταν |
θα ξαρματώνεστε | να ξαρματώνεστε | (ξαρματώνεστε) | |
γ' πληθ. | ξαρματώνονται | ξαρματώνονταν ξαρματωνόντουσαν |
θα ξαρματώνονται | να ξαρματώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξαρματώθηκα | θα ξαρματωθώ | να ξαρματωθώ | ξαρματωθεί | ||
β' ενικ. | ξαρματώθηκες | θα ξαρματωθείς | να ξαρματωθείς | ξαρματώσου | ||
γ' ενικ. | ξαρματώθηκε | θα ξαρματωθεί | να ξαρματωθεί | |||
α' πληθ. | ξαρματωθήκαμε | θα ξαρματωθούμε | να ξαρματωθούμε | |||
β' πληθ. | ξαρματωθήκατε | θα ξαρματωθείτε | να ξαρματωθείτε | ξαρματωθείτε | ||
γ' πληθ. | ξαρματώθηκαν ξαρματωθήκαν(ε) |
θα ξαρματωθούν(ε) | να ξαρματωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξαρματωθεί | είχα ξαρματωθεί | θα έχω ξαρματωθεί | να έχω ξαρματωθεί | ξαρματωμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξαρματωθεί | είχες ξαρματωθεί | θα έχεις ξαρματωθεί | να έχεις ξαρματωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξαρματωθεί | είχε ξαρματωθεί | θα έχει ξαρματωθεί | να έχει ξαρματωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξαρματωθεί | είχαμε ξαρματωθεί | θα έχουμε ξαρματωθεί | να έχουμε ξαρματωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξαρματωθεί | είχατε ξαρματωθεί | θα έχετε ξαρματωθεί | να έχετε ξαρματωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξαρματωθεί | είχαν ξαρματωθεί | θα έχουν ξαρματωθεί | να έχουν ξαρματωθεί |