ξαρμάτωτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξαρμάτωτος < ξαρματώνω
Επίθετο επεξεργασία
ξαρμάτωτος
- ο αφοπλισμένος, που του έχουν αφαιρεθεί τα όπλα δια της βίας
- o άοπλος, που δεν φέρει όπλα τη συγκεκριμένη στιγμή
- Μα στο τέλος, το σπαθί του έσπασε στο χέρι του, και σαν τον είδαν ξαρμάτωτο, με άγριους αλαλαγμούς έπεσαν απάνω του και ζωντανό τον άρπαξαν. (Πηνελόπη Δέλτα, Για την πατρίδα)