Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξαρμάτωτος η ξαρμάτωτη το ξαρμάτωτο
      γενική του ξαρμάτωτου της ξαρμάτωτης του ξαρμάτωτου
    αιτιατική τον ξαρμάτωτο την ξαρμάτωτη το ξαρμάτωτο
     κλητική ξαρμάτωτε ξαρμάτωτη ξαρμάτωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξαρμάτωτοι οι ξαρμάτωτες τα ξαρμάτωτα
      γενική των ξαρμάτωτων των ξαρμάτωτων των ξαρμάτωτων
    αιτιατική τους ξαρμάτωτους τις ξαρμάτωτες τα ξαρμάτωτα
     κλητική ξαρμάτωτοι ξαρμάτωτες ξαρμάτωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξαρμάτωτος < ξαρματώνω

  Επίθετο επεξεργασία

ξαρμάτωτος

  1. ο αφοπλισμένος, που του έχουν αφαιρεθεί τα όπλα δια της βίας
  2. o άοπλος, που δεν φέρει όπλα τη συγκεκριμένη στιγμή
    Μα στο τέλος, το σπαθί του έσπασε στο χέρι του, και σαν τον είδαν ξαρμάτωτο, με άγριους αλαλαγμούς έπεσαν απάνω του και ζωντανό τον άρπαξαν. (Πηνελόπη Δέλτα, Για την πατρίδα)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία