Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξαντήριο τα ξαντήρια
      γενική του ξαντηρίου
ξαντήριου
των ξαντηρίων
    αιτιατική το ξαντήριο τα ξαντήρια
     κλητική ξαντήριο ξαντήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξαντήριο < ξάντης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξαντήριο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία