ξαντήριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξαντήριο < ξάντης
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξαντήριο ουδέτερο
- το εργαστήριο του ξάντη, εκεί όπου γίνεται το λανάρισμα, η κατεργασία των ερίων και άλλων υλικών που προορίζονται για ύφανση
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξαντήριο
|