Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λανάρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
λανάρισμα
τα
λαναρίσμα
τ
α
γενική
του
λαναρίσμα
τ
ος
των
λαναρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
λανάρισμα
τα
λαναρίσμα
τ
α
κλητική
λανάρισμα
λαναρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λανάρισμα
<
λαναρίζω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λανάρισμα
ουδέτερο
η κατεργασία του
μαλλιού
και του
βαμβακιού
με τη
λανάρα
, ώστε να μπορεί να παραχθεί από αυτό
νήμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λανάρισμα
αγγλικά
:
carding
(en)
γαλλικά
:
cardage
(fr)