ξανθούλικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξανθούλικος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαξανθούλικος, -η/-ια, -ικο
- που έχει ξανθά, ή καστανόξανθα, μαλλιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξανθούλικος
|
ξανθούλικος, -η/-ια, -ικο
|