Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξανθοφύλλη < απόδοση στα ελληνικά της λέξης xanthophyll < ξανθός και φύλλο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξανθοφύλλη θηλυκό (πιο σύνηθες στον πληθυντικό: ξανθοφύλλες)

  Μεταφράσεις επεξεργασία