Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξανασπρώξιμο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ξανασπρώξιμ
ο
τα
ξανασπρωξίμ
ατ
α
γενική
του
ξανασπρωξίμ
ατ
ος
των
ξανασπρωξιμ
άτ
ων
αιτιατική
το
ξανασπρώξιμ
ο
τα
ξανασπρωξίμ
ατ
α
κλητική
ξανασπρώξιμ
ο
ξανασπρωξίμ
ατ
α
Κατηγορία
όπως «
δέσιμο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξανασπρώξιμο
<
ξανα-
+
σπρώξιμο
<
σπρώχνω
+
-ιμο
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ksa.naˈspɾo.ksi.mo
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ξανασπρώξιμο
ουδέτερο
το
εκ νέου
σπρώξιμο
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
σπρώχνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξανασπρώξιμο