ξίνισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξίνισμα < ξινίζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξίνισμα ουδέτερο
- η αλλοίωση του τροφίμου ή του ποτού, π.χ. του γάλακτος
- (οικείο) η δυσαρέσκεια ενός ατόμου
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξίνισμα
|
ξίνισμα ουδέτερο
|