Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξίνισμα τα ξινίσματα
      γενική του ξινίσματος των ξινισμάτων
    αιτιατική το ξίνισμα τα ξινίσματα
     κλητική ξίνισμα ξινίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξίνισμα < ξινίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξίνισμα ουδέτερο

  1. η αλλοίωση του τροφίμου ή του ποτού, π.χ. του γάλακτος
  2. (οικείο) η δυσαρέσκεια ενός ατόμου

  Μεταφράσεις επεξεργασία