Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξάγναντο τα ξάγναντα
      γενική του ξάγναντου των ξάγναντων
    αιτιατική το ξάγναντο τα ξάγναντα
     κλητική ξάγναντο ξάγναντα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξάγναντο < μεσαιωνική ελληνικήξαγναντεύω < ξε και ἀγναντεύω < ἀγνάντια < τα ἐγνάντια < τά ἐνάντια (τα απέναντι)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξάγναντο ουδέτερο (& αγνάντι)

  Μεταφράσεις επεξεργασία