ντουμάνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ντουμάνι | τα | ντουμάνια |
γενική | του | ντουμανιού | των | ντουμανιών |
αιτιατική | το | ντουμάνι | τα | ντουμάνια |
κλητική | ντουμάνι | ντουμάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ντουμάνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική duman
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαντουμάνι ουδέτερο