ντερές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ντερές | οι | ντερέδες |
γενική | του | ντερέ | των | ντερέδων |
αιτιατική | τον | ντερέ | τους | ντερέδες |
κλητική | ντερέ | ντερέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ντερές < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική دره (τουρκική dere)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ντερές αρσενικό
- (ιδιωματικό) ρυάκι, ρέμα, ποτάμι
- ※ Και γιατί σε έριξε στον ντερέ; (⌘ Μενέλαος Λουντέμης, Ένα παιδί μετράει τ' άστρα. Αθήνα: Δίφρος, 1956 [μυθιστόρημα] )
Μεταφράσεις επεξεργασία
ντερές
→ δείτε τη λέξη ρυάκι |