↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ντενεκεδοκρουσία οι ντενεκεδοκρουσίες
      γενική της ντενεκεδοκρουσίας των ντενεκεδοκρουσιών
    αιτιατική την ντενεκεδοκρουσία τις ντενεκεδοκρουσίες
     κλητική ντενεκεδοκρουσία ντενεκεδοκρουσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ντενεκεδοκρουσία < ντενεκές + -κρουσία (< κρούση + -ία)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ντενεκεδοκρουσία θηλυκό (σπάνιο)

  • άλλη μορφή του τενεκεδοκρουσία
    ※  Ας μάθη λοιπόν η Επιτροπή ότι το συγκεντρωθέν πλήθος εις την προκυμαίαν, θα προέβαινεν εις πρωτοφανή αποδοκιμασίαν, διά συριγμάτων και ντενεκεδοκρουσιών, καθότι ο λαός των Χανίων αποδοκιμάζει τας αρχάς του Μπολσεβικισμού (από κείμενο με τίτλο «Να παταχθούν» της χανιώτικης εφημ. Εσπερινός Ταχυδρόμος (16 Ιουνίου 1936), σ. 1· το απόσπασμα παρατίθεται σε ιστορικό άρθρο του Γιώργου Πιτσιτάκη, Κριτική Παιδαγωγική (8 Δεκεμβρίου 2017)· πρόσβαση: 2020-06-15)