ντενεκεδοκρουσία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ντενεκεδοκρουσία θηλυκό (σπάνιο)
- άλλη μορφή του τενεκεδοκρουσία
- ※ Ας μάθη λοιπόν η Επιτροπή ότι το συγκεντρωθέν πλήθος εις την προκυμαίαν, θα προέβαινεν εις πρωτοφανή αποδοκιμασίαν, διά συριγμάτων και ντενεκεδοκρουσιών, καθότι ο λαός των Χανίων αποδοκιμάζει τας αρχάς του Μπολσεβικισμού (από κείμενο με τίτλο «Να παταχθούν» της χανιώτικης εφημ. Εσπερινός Ταχυδρόμος (16 Ιουνίου 1936), σ. 1· το απόσπασμα παρατίθεται σε ιστορικό άρθρο του Γιώργου Πιτσιτάκη, Κριτική Παιδαγωγική (8 Δεκεμβρίου 2017)· πρόσβαση: 2020-06-15)