πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ντεβές οι ντεβέδες
      γενική του ντεβέ των ντεβέδων
    αιτιατική τον ντεβέ τους ντεβέδες
     κλητική ντεβέ ντεβέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ντεβές ουδέτερο

  1. (θηλαστικό ζώο) η καμήλα
  2. (μεταφορικά) ο ήρεμος

Παράγωγα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.