ντάνιασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαντάνιασμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ντανιάζω
- ⮡ Είχες αλλού το μυαλό σου στο ντάνιασμα και τώρα κινδυνεύουν όλα να γείρουν και να πέσουν κάτω.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ντάνα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ντάνιασμα
|