↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νουνός οι νουνοί
      γενική του νουνού των νουνών
    αιτιατική τον νουνό τους νουνούς
     κλητική νουνέ νουνοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νουνός < νονός με τροπή [o] > [u] με την επίδραση του [n][1] Δείτε και μεσαιωνικά ελληνικά νουνός.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /nuˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νου‐νός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νουνός αρσενικό (θηλυκό νουνά)

  • προφορική / παλαιότερη μορφή του νονός
  • ※  Η εμπιστοσύνη που αυτή η οικογένεια απόχτησε σε μένα έφτασε ώς το να με ρωτήσουν αν ήθελα να γίνω ο νουνός. Δέχτηκα φυσικά, ευτυχής να κάνω όχι μόνο φίλους, παρά και συγγενείς ακόμα, στο ταξίδι - μου αυτό . Νουνά είταν η κοπέλα μου (Χριστόφορος Χρηστίδης, Ελυσαίος Γιαννίδης: Ο άνθρωπος, το έργο του, εκδόσεις Σχολή Μωραϊτη, σελ. 86, 1981)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
νουνός < νονός με τροπή [o] > [u] με την επίδραση από τη λατινική nunno. Δείτε και το νεοελληνικό νουνός.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νουνός αρσενικό