↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νονά οι νονές
      γενική της νονάς των νονών
    αιτιατική τη νονά τις νονές
     κλητική νονά νονές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νονά < νον(ός) +

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νονά θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε νονός