νοηματοδοτώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /no.i.ma.to.ðoˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νο‐η‐μα‐το‐δο‐τώ
Ρήμα
επεξεργασίανοηματοδοτώ, αόρ.: νοηματοδότησα, παθ.φωνή: νοηματοδοτούμαι, π.αόρ.: νοηματοδοτήθηκα, μτχ.π.π.: νοηματοδοτημένος
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις νόημα και δίνω & το αρχαίο δίδωμι
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | νοηματοδοτώ | νοηματοδοτούσα | θα νοηματοδοτώ | να νοηματοδοτώ | νοηματοδοτώντας | |
β' ενικ. | νοηματοδοτείς | νοηματοδοτούσες | θα νοηματοδοτείς | να νοηματοδοτείς | ||
γ' ενικ. | νοηματοδοτεί | νοηματοδοτούσε | θα νοηματοδοτεί | να νοηματοδοτεί | ||
α' πληθ. | νοηματοδοτούμε | νοηματοδοτούσαμε | θα νοηματοδοτούμε | να νοηματοδοτούμε | ||
β' πληθ. | νοηματοδοτείτε | νοηματοδοτούσατε | θα νοηματοδοτείτε | να νοηματοδοτείτε | νοηματοδοτείτε | |
γ' πληθ. | νοηματοδοτούν(ε) | νοηματοδοτούσαν(ε) | θα νοηματοδοτούν(ε) | να νοηματοδοτούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | νοηματοδότησα | θα νοηματοδοτήσω | να νοηματοδοτήσω | νοηματοδοτήσει | ||
β' ενικ. | νοηματοδότησες | θα νοηματοδοτήσεις | να νοηματοδοτήσεις | νοηματοδότησε | ||
γ' ενικ. | νοηματοδότησε | θα νοηματοδοτήσει | να νοηματοδοτήσει | |||
α' πληθ. | νοηματοδοτήσαμε | θα νοηματοδοτήσουμε | να νοηματοδοτήσουμε | |||
β' πληθ. | νοηματοδοτήσατε | θα νοηματοδοτήσετε | να νοηματοδοτήσετε | νοηματοδοτήστε | ||
γ' πληθ. | νοηματοδότησαν νοηματοδοτήσαν(ε) |
θα νοηματοδοτήσουν(ε) | να νοηματοδοτήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω νοηματοδοτήσει | είχα νοηματοδοτήσει | θα έχω νοηματοδοτήσει | να έχω νοηματοδοτήσει | ||
β' ενικ. | έχεις νοηματοδοτήσει | είχες νοηματοδοτήσει | θα έχεις νοηματοδοτήσει | να έχεις νοηματοδοτήσει | ||
γ' ενικ. | έχει νοηματοδοτήσει | είχε νοηματοδοτήσει | θα έχει νοηματοδοτήσει | να έχει νοηματοδοτήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε νοηματοδοτήσει | είχαμε νοηματοδοτήσει | θα έχουμε νοηματοδοτήσει | να έχουμε νοηματοδοτήσει | ||
β' πληθ. | έχετε νοηματοδοτήσει | είχατε νοηματοδοτήσει | θα έχετε νοηματοδοτήσει | να έχετε νοηματοδοτήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν νοηματοδοτήσει | είχαν νοηματοδοτήσει | θα έχουν νοηματοδοτήσει | να έχουν νοηματοδοτήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | νοηματοδοτούμαι | νοηματοδοτούμουν | θα νοηματοδοτούμαι | να νοηματοδοτούμαι | ||
β' ενικ. | νοηματοδοτείσαι | νοηματοδοτούσουν | θα νοηματοδοτείσαι | να νοηματοδοτείσαι | ||
γ' ενικ. | νοηματοδοτείται | νοηματοδοτούνταν | θα νοηματοδοτείται | να νοηματοδοτείται | ||
α' πληθ. | νοηματοδοτούμαστε | νοηματοδοτούμασταν νοηματοδοτούμαστε |
θα νοηματοδοτούμαστε | να νοηματοδοτούμαστε | ||
β' πληθ. | νοηματοδοτείστε | νοηματοδοτούσασταν νοηματοδοτούσαστε |
θα νοηματοδοτείστε | να νοηματοδοτείστε | νοηματοδοτείστε | |
γ' πληθ. | νοηματοδοτούνται | νοηματοδοτούνταν | θα νοηματοδοτούνται | να νοηματοδοτούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | νοηματοδοτήθηκα | θα νοηματοδοτηθώ | να νοηματοδοτηθώ | νοηματοδοτηθεί | ||
β' ενικ. | νοηματοδοτήθηκες | θα νοηματοδοτηθείς | να νοηματοδοτηθείς | νοηματοδοτήσου | ||
γ' ενικ. | νοηματοδοτήθηκε | θα νοηματοδοτηθεί | να νοηματοδοτηθεί | |||
α' πληθ. | νοηματοδοτηθήκαμε | θα νοηματοδοτηθούμε | να νοηματοδοτηθούμε | |||
β' πληθ. | νοηματοδοτηθήκατε | θα νοηματοδοτηθείτε | να νοηματοδοτηθείτε | νοηματοδοτηθείτε | ||
γ' πληθ. | νοηματοδοτήθηκαν νοηματοδοτηθήκαν(ε) |
θα νοηματοδοτηθούν(ε) | να νοηματοδοτηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω νοηματοδοτηθεί | είχα νοηματοδοτηθεί | θα έχω νοηματοδοτηθεί | να έχω νοηματοδοτηθεί | νοηματοδοτημένος | |
β' ενικ. | έχεις νοηματοδοτηθεί | είχες νοηματοδοτηθεί | θα έχεις νοηματοδοτηθεί | να έχεις νοηματοδοτηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει νοηματοδοτηθεί | είχε νοηματοδοτηθεί | θα έχει νοηματοδοτηθεί | να έχει νοηματοδοτηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε νοηματοδοτηθεί | είχαμε νοηματοδοτηθεί | θα έχουμε νοηματοδοτηθεί | να έχουμε νοηματοδοτηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε νοηματοδοτηθεί | είχατε νοηματοδοτηθεί | θα έχετε νοηματοδοτηθεί | να έχετε νοηματοδοτηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν νοηματοδοτηθεί | είχαν νοηματοδοτηθεί | θα έχουν νοηματοδοτηθεί | να έχουν νοηματοδοτηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι νοηματοδοτημένος - είμαστε, είστε, είναι νοηματοδοτημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν νοηματοδοτημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν νοηματοδοτημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι νοηματοδοτημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι νοηματοδοτημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι νοηματοδοτημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι νοηματοδοτημένοι |