νοηματοδοτούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /no.i.ma.to.ðoˈtu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νο‐η‐μα‐το‐δο‐τού‐μαι
- ομόηχο: νοηματοδοτούμε
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίανοηματοδοτούμαι, π.αόρ.: νοηματοδοτήθηκα, μτχ.π.π.: νοηματοδοτημένος
- παθητική φωνή του ρήματος νοηματοδοτώ