↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νοηματοδότηση οι νοηματοδοτήσεις
      γενική της νοηματοδότησης* των νοηματοδοτήσεων
    αιτιατική τη νοηματοδότηση τις νοηματοδοτήσεις
     κλητική νοηματοδότηση νοηματοδοτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, νοηματοδοτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νοηματοδότηση < νοηματοδοτώ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νοηματοδότηση θηλυκό

  1. το να αποδίδεις νόημα σε μια ενέργεια, να της δίνεις ουσία
  2. να ερμηνεύεις μια ενέργεια, να κρίνεις το νόημά της ή τη σκοπιμότητά της

  Μεταφράσεις

επεξεργασία