νιάμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νιάμα | τα | νιάματα |
γενική | του | νιάματος | των | νιαμάτων |
αιτιατική | το | νιάμα | τα | νιάματα |
κλητική | νιάμα | νιάματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- νιάμα < νιάσμα < νιάσιμο < ελληνιστική κοινή νεάσιμον, ουδέτερο του νεάσιμος < αρχαία ελληνική νεάω < νειός
Ουσιαστικό επεξεργασία
νιάμα ουδέτερο
- άλλη μορφή του νιάσμα / νιάσιμο
Μεταφράσεις επεξεργασία
νιάμα
|