νιάσιμο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νιάσιμο < ελληνιστική κοινή νεάσιμον, ουδέτερο του νεάσιμος < αρχαία ελληνική νεάω < νειός
Ουσιαστικό
επεξεργασίανιάσιμο ουδέτερο
- το πρώτο όργωμα / άροση αγρού μετά από αγρανάπαυση
- (κατ’ επέκταση) όργωμα, άροση
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία νιάσιμο
|