• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

νιάσιμο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : νοιάξιμο

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νιάσιμο τα νιασίματα
      γενική του νιασίματος των νιασιμάτων
    αιτιατική το νιάσιμο τα νιασίματα
     κλητική νιάσιμο νιασίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
νιάσιμο < ελληνιστική κοινή νεάσιμον, ουδέτερο του νεάσιμος < αρχαία ελληνική νεάω < νειός

Ουσιαστικό

επεξεργασία

νιάσιμο ουδέτερο

  1. το πρώτο όργωμα / άροση αγρού μετά από αγρανάπαυση
    άλλες μορφές: νιάσμα, νιάμα
  2. (κατ’ επέκταση) όργωμα, άροση

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • νέαση

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    νιάσιμο
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=νιάσιμο&oldid=5675960"
Τελευταία επεξεργασία στις 10 Απριλίου 2023, στις 18:23

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 10 Απριλίου 2023, στις 18:23.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας