νηπιοκόμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
νηπιοκόμος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) πρόσωπο που φροντίζει, που ανατρέφει, νήπια (πολύ μικρά παιδιά)
Μεταφράσεις επεξεργασία
νηπιοκόμος
|
νηπιοκόμος αρσενικό ή θηλυκό
|