Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νεύρωμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
νεύρωμα
τα
νευρώμα
τ
α
γενική
του
νευρώμα
τ
ος
των
νευρωμά
τ
ων
αιτιατική
το
νεύρωμα
τα
νευρώμα
τ
α
κλητική
νεύρωμα
νευρώμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
νεύρωμα
<
λόγιο ενδογενές δάνειο
:
γαλλική
névrome
<
αρχαία ελληνική
νεῦρον
Ουσιαστικό
επεξεργασία
νεύρωμα
ουδέτερο
(
ιατρική
)
καλοήθης
όγκος
αποτελούμενος
από
νευρικά
κύτταρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νεύρωμα
αγγλικά
:
neuroma
(en)
γαλλικά
:
névrome
(fr)