Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νεφολογία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
νεφολογί
α
οι
νεφολογί
ες
γενική
της
νεφολογί
ας
των
νεφολογι
ών
αιτιατική
τη
νεφολογί
α
τις
νεφολογί
ες
κλητική
νεφολογί
α
νεφολογί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
νεφολογία
<
λόγιο ενδογενές δάνειο
:
αγγλική
nephology
<
αρχαία ελληνική
νέφος
+
λέγω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
νεφολογία
θηλυκό
(
μετεωρολογία
)
μετεωρολογικός
κλάδος
μελέτης
των
νεφών
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νεφολογία
αγγλικά
:
nephology
(en)
γερμανικά
:
Nephologie
(de)
ισπανικά
:
nefología
(es)
ιταλικά
:
nefologia
(it)