Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νευροτομή οι νευροτομές
      γενική της νευροτομής των νευροτομών
    αιτιατική τη νευροτομή τις νευροτομές
     κλητική νευροτομή νευροτομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νευροτομή < νευρ(ο) + -ο- + -τομή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νευροτομή θηλυκό

  • (ιατρική) χειρουργική, θεραπευτική, τομή νεύρου

  Μεταφράσεις επεξεργασία