νευροπαρακολούθηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νευροπαρακολούθηση | οι | νευροπαρακολουθήσεις |
γενική | της | νευροπαρακολούθησης* | των | νευροπαρακολουθήσεων |
αιτιατική | τη | νευροπαρακολούθηση | τις | νευροπαρακολουθήσεις |
κλητική | νευροπαρακολούθηση | νευροπαρακολουθήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, νευροπαρακολουθήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νευροπαρακολούθηση < νευρο- + παρακολούθηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική neuromonitoring)
Ουσιαστικό
επεξεργασίανευροπαρακολούθηση θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- neuromonitoring στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία νευροπαρακολούθηση