↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νευροπαρακολούθηση οι νευροπαρακολουθήσεις
      γενική της νευροπαρακολούθησης* των νευροπαρακολουθήσεων
    αιτιατική τη νευροπαρακολούθηση τις νευροπαρακολουθήσεις
     κλητική νευροπαρακολούθηση νευροπαρακολουθήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, νευροπαρακολουθήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νευροπαρακολούθηση < νευρο- + παρακολούθηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική neuromonitoring)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νευροπαρακολούθηση θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία