↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νερολάπαθο τα νερολάπαθα
      γενική του νερολάπαθου των νερολάπαθων
    αιτιατική το νερολάπαθο τα νερολάπαθα
     κλητική νερολάπαθο νερολάπαθα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νερολάπαθο < νερο- + λάπαθο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νερολάπαθο ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία