Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νεροκάρδαμο τα νεροκάρδαμα
      γενική του νεροκάρδαμου των νεροκάρδαμων
    αιτιατική το νεροκάρδαμο τα νεροκάρδαμα
     κλητική νεροκάρδαμο νεροκάρδαμα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεροκάρδαμο < νερό + κάρδαμο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νεροκάρδαμο ουδέτερο

  • (φυτό) το φαρμακευτικό φυτό nasturtium officinale που τρώγεται και ως σαλάτα

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία