νεοφασίστας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νεοφασίστας < νεο- + φασίστας ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική neofascist)
Ουσιαστικό
επεξεργασίανεοφασίστας αρσενικό (θηλυκό νεοφασίστρια)
- (πολιτική) υποστηρικτής / οπαδός του νεοφασισμού
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία νεοφασίστας